- μάρναμαι
- μάρναμαι (Α)(αποθ. και μόνο σε ενεστ. και παρατ.)1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου ή για κάποιον ή ως σύμμαχος κάποιου2. αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις για κάτι («ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον», Πίνδ.)3. μτφ. φιλονικώ, καβγαδίζω, ερίζω, τσακώνομαι με λόγια («εἰ σφῶιν τάδε πάντα πυθοίατο μαρναμένοιιν», Ομ. Ιλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μάρναμαι ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mr- τής ΙΕ ρίζας *mer- «φθείρω, αφανίζω, συλλαμβάνω» (πρβλ. αρχ. ινδ. mrnati «συντρίβω, αφανίζω» και, ως προς τη σημ., αρμ. mart «πολεμώ»). Κατ' αυτήν την άποψη η αρχική σημ. τού μάρναμαι «αρπάζω, συλλαμβάνω, κυριεύω» εξελίχθηκε σε «μάχομαι, πολεμώ». Η σύνδεση τού ρ. με το μάρμαρος* και το μαραίνω* θεωρείται αμφίβολη].
Dictionary of Greek. 2013.